- υψωτής
- ο / ὑψωτής, ΝΑ [ὑψῶ / -ώνω]νεοελλ.1. αυτός που υψώνει κάτι2. αυτός που προκαλεί ύψωση τών τιμών, ανατιμητήςαρχ.αυτός που εξυμνεί, που εκθειάζει κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψωταί — ὑψωτής one who exalts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψωτικός — ή, ό / ὑψωτικός, ή, όν, ΝΑ [υψωτής] νεοελλ. αυτός που συντελεί στην ύψωση («η αύξηση τής τιμής τού δολαρίου προκάλεσε υψωτικές τάσεις στην αγορά») αρχ. αυτός που περιέχει την εξύμνηση ενός πλανήτη («ζῴδιον ὑψωτικόν», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek